- φρανκλινιέλα
- η, Νζωολ. γένος θυσανόπτερων εντόμων τής οικογένειας thripidae, που απαντά κυρίως στη Βόρεια Αμερική.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. frankliniela, από το όν. τού Αμερικανού ζωολόγου Henry James Franklin].
Dictionary of Greek. 2013.